- ποπολάρος
- ο, Ν1. άνθρωπος τού λαού2. φρ. «Το ρεμπελιό τών ποπολάρων» — τίτλος έργου τού 'Αγγελου Σουμάνη, στο οποίο περιγράφεται η εξέγερση τών λαϊκών τάξεων τής Ζακύνθου το 1628 εναντίον τών ευγενών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. popolare «λαϊκός» (< λατ. populus «λαός, δήμος»)].
Dictionary of Greek. 2013.